- ακτινοκράτωρ
- ἀκτινοκράτωρ, ο (Α)αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες τού ήλιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς-ῖνος + -κράτωρ (μεταπλασμένος τ. τού τέρματος -κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε -τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.